Ωστόσο, πολιτικό ζητούμενο είναι η αναμόρφωση του τραπεζικού τομέα να αποβεί προς όφελος της πραγματικής οικονομίας.
Κατά συνέπεια, η νέα “σταυροφορία” που ξεκινά το Βερολίνο (με την ανοχή του Παρισιού) για τον “εξορθολογισμό” εθνικών τραπεζικών συστημάτων που συντηρούν τις επονομαζόμενες “οικονομίες-καζίνο”, για να τύχει πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης θα πρέπει να συνοδεύεται από πολιτικές που θα απελευθερώνουν την πραγματική οικονομία.
Η οικονομία της παραγωγής, του εμπορίου και των υπηρεσιών επί μακρόν ήταν και παραμένει εξαρτώμενη της τραπεζικής χρηματοδότησης και της αποκλειστικής ευθύνης των τραπεζών να τη διεκπεραιώνουν.
Το μονοπώλιο του τραπεζικού συστήματος στη “παραγωγή”, στον έλεγχο και στη διακίνηση χρήματος είχε ως αποτέλεσμα την συγκέντρωση τεράστιας οικονομικής ισχύος με την οποία επέβαλε, προς όφελος του, τους νέους κανόνες της παγκοσμιοποίησης.
Η ανεξέλεγκτη δράση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε μια παγκοσμιοποιημένη αγορά, συσσώρευε υπερκέρδη σε υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη δημιουργώντας “μαύρες τρύπες” σε τράπεζες πτωχευμένες, που τα κράτη εκ των υστέρων υποχρεώνονταν να διασώσουν με το επιχείρημα της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Πολίτες και νοικοκυριά μπήκαν σε καθεστώς ομηρίας, καλούμενοι μέσω της υψηλής φορολόγησης εισοδημάτων (πλέον και καταθέσεων…) και των δραστικών περικοπών στο κράτος πρόνοιας, να πληρώνουν το “μάρμαρο”.
Υποτίθεται πως με τη συμφωνία για την Κύπρο, Βερολίνο και Παρίσι επιδιώκουν να διορθώσουν το κακό. Να απαλλάξουν κράτη (και κατ’ επέκταση φορολογούμενους) από την υποχρέωση της διάσωσης πτωχευμένων τραπεζών, μεταφέροντας την ευθύνη στους μετόχους και τους μεγαλοκαταθέτες των τραπεζών. Οι τελευταίοι δεν θα μπορούν πλέον να είναι ασφαλισμένοι αποταμιευτές, αλλά αναλαμβάνοντας το ρίσκο και την ευθύνη των επιλογών τους, θα λειτουργούν περισσότερο ως επενδυτές.
Αν πράγματι αυτές είναι οι προθέσεις της γερμανο-γαλλικής ηγεσίας στην Ευρώπη και όχι η συγκέντρωση των …ανασφαλών (πλέον) κεφαλαίων στα ασφαλή καταφύγια των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών (που καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και με τη βοήθεια της ΕΚΤ μείωσαν δραστικά την “τοξικότητα” τους και τείνουν να κυριαρχήσουν στον τραπεζικό ανταγωνισμό της Ευρωζώνης…), τότε ίσως η πραγματική οικονομία να επωφελούνταν από επενδύσεις κεφαλαίων που υπό άλλες συνθήκες θα έμεναν στάσιμα σε ασφαλή τραπεζικά καταφύγια και υψηλά επιτόκια αποδόσεων.
Αν οι προθέσεις Βερολίνου και του ευρωπαϊκού Βορρά δεν συνιστούν άλλη μια απόπειρα επικυριαρχίας επί του ευρωπαϊκού Νότου, τότε πράγματι η ευρωπαϊκή (παραγωγική) οικονομία θα μπορούσε να επωφεληθεί από τους νέους τρόπους ή/και τα εργαλεία χρηματοδότησης.
Το πολιτικό σύστημα σε Ελλάδα και Κύπρο οφείλει να αντιληφθεί το βάθος και τη σημασία των νέων κανόνων του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα και να προετοιμάσει κοινωνία και πολίτες να αξιοποιήσουν και τις νέες ευκαιρίες που θα προκύψουν. Κόμματα και πολιτικές ηγεσίες, αντί να μοιρολογούν για τις “οδυνηρές¨ αλλαγές που επέβαλαν οι δανειστές, να υποβοηθήσουν τη διαδικασία απεγκλωβισμού της πραγματικής οικονομίας από τις παθογένειες του χρηματοπιστωτικού τομέα και από τον βραχνά του υπερτροφικού, πελατειακού και διεφθαρμένου κράτους, που μαζί με την κακοποιημένη αντίληψη περί επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, καταπνίγουν κάθε προσπάθεια των δημιουργικών δυνάμεων του Ελληνισμού να κάνουν πράξη την πολυπόθητη ανάπτυξη και να οδηγήσουν το ταχύτερο τις δυο χώρες σε έξοδο από την κρίση.
You must be logged in to post a comment.