Διαβάσαμε όλοι μας την ανάρτηση του Δ. Μπουραντά, όπου απευθύνει ερώτημα σε ένα αριθμό νυν και πρώην καθηγητών πανεπιστημίου, αμφισβητώντας την πληρότητα και την ποιότητα των επιστημονικών δημοσιεύσεων τους, σύμφωνα με τα θεσμοθετημένα ακαδημαϊκά κριτήρια, προκειμένου να φέρουν τον τίτλο του καθηγητού. Για τεκμηρίωση μας παραπέμπει σε διεθνώς αποδεκτές ανοικτές πηγές (π.χ. το Google scholar citation index, κ.α.), όπου αναγράφονται οι επιστημονικές δημοσιεύσεις των καθηγητών.
Ακούστηκαν πολλές φωνές υποστήριξης, αλλά και πολλές επικριτικές φωνές.
Ας δούμε όμως όλα τα στοιχεία που έχουμε στα χέρια μας.
- Ο Δ. Μπουραντάς, δεν παραθέτει ο ίδιος τα στοιχεία, αλλά υποβάλλει το ερώτημα για τις απαραίτητες αυτές επιστημονικές δημοσιεύσεις των συγκεκριμένων νυν και πρώην καθηγητών, γιατί αυτός δεν τις βρήκε αναρτημένες στους καταλόγους αυτούς.
- Ιδιαίτερα στην περίπτωση της κας Ρεπούση, που αρκετοί μπήκαν στον κόπο να διερευνήσουν, είναι γεγονός ότι οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, που αναφέρονται εκεί ότι έχει κάνει, είναι σε άλλο γνωστικό αντικείμενο από αυτό που προβάλλεται δημόσια ότι κατέχει ως καθηγήτρια.
- Δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με σιγουριά η ορθότητα, η ακρίβεια και η πληρότητα των στοιχείων που παρέχονται από τους συγκεκριμένους καταλόγους.
- Τα ερωτήματα που θέτει ο Δ. Μπουραντάς και τα οποία δημιουργούν έντονη αμφισβήτηση για τον τρόπο εκλογής ως καθηγητών (όσων αναφέρει), συνταράζουν συθέμελα το ακαδημαϊκό οικοδόμημα. Είναι πολύ σοβαρά ερωτήματα για να τα προσπεράσουμε και να τα αφήσουμε να πλανώνται αναπάντητα ή να στρέφουμε την προσοχή μας αλλού.
- Οι αναφερόμενοι είναι όλοι δημόσια πρόσωπα και είναι γεγονός ότι έκαναν πολιτική καριέρα, αξιοποιώντας την ιδιότητα του καθηγητού. Και ως καθηγητές Πανεπιστημίου τους γνώρισε και τους εμπιστεύθηκε ο Έλληνας πολίτης.
- Επίσης, στα πλαίσια της δημοκρατίας, από αρχαιοτάτων χρόνων, τα δημόσια πρόσωπα, που έχουν αναλάβει κάποιο δημόσιο λειτούργημα, οφείλουν να απαντούν στα ερωτήματα που τίθενται από τους πολίτες, για τα στοιχεία που συνθέτουν την συνολική πολιτική τους προσωπικότητα και πρακτική, χωρίς υπεροψία και αδιαφορία.
Συνεκτιμώντας όλα τα παραπάνω, εύκολα καταλήγει κάποιος στο συμπέρασμα ότι, οι μόνοι που μπορούν να απαντήσουν στα βασανιστικά αυτά ερωτήματα, με ακριβή στοιχεία και τεκμηρίωση, είναι οι ίδιοι οι θιγόμενοι καθηγητές.
Εάν δεν απαντήσουν δεν σημαίνει ότι ενέχονται οπωσδήποτε, αλλά ότι αδιαφορούν για τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την ανάληψη του λειτουργήματος τους και ταυτόχρονα θέτουν σε αμφισβήτηση την εμπιστοσύνη που τους έδειξαν οι Έλληνες πολίτες.
Αναμένουμε, λοιπόν, με μεγάλο ενδιαφέρον, τις δέουσες απαντήσεις και επεξηγήσεις από όλους τους εμπλεκόμενους.
Το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό για την αξιοπιστία των θεσμών, ώστε να το μεταθέσουμε στις καλένδες.
Η ‘’κοινωνία αξιών’’ στοχεύοντας πάντα σε μία λειτουργική κοινωνία αξιών, εκμεταλλεύεται την ευκαιρία από το ζήτημα που προέκυψε με την ανάρτηση του Δ. Μπουραντά και προτείνει την δημιουργία και λειτουργία κατάλληλων θεσμών που να διαφυλάττουν το κύρος και την αξιοπιστία της Επιστημονικής κοινότητας στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς.
Συγκεκριμένα: Προτείνει την σύσταση, αποτελεσματική στελέχωση και λειτουργία ενός ‘’Ειδικού Γραφείου για την Ερευνητική Ακεραιότητα’’, ώστε να αποτραπεί η επιστημονική απάτη. Επίσης προτείνει θέσπιση κατάλληλων διαδικασιών ελέγχου των άρθρων που δημοσιεύονται από τα επιστημονικά περιοδικά, πριν από τη δημοσίευσή τους, με συνεργασία των εκδοτών, της Πανεπιστημιακής κοινότητας και του ‘’Γραφείου για την ερευνητική δραστηριότητα’’. Επίσης, υιοθέτηση και εφαρμογή του ‘’Διεθνούς Κώδικα Επιστημονικής Δεοντολογίας για τις δημοσιεύσεις (COPE)’’, πέραν των πανεπιστημιακών προβλέψεων και διασφαλίσεων που πρέπει να υπάρχουν και να τηρούνται αυστηρά, στην διαδικασία εκλογής και αξιολόγησης των καθηγητών στα πανεπιστήμια.