ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Εισαγωγή
Η οικονομική κρίση που βιώνει σήμερα η χώρα ενώ ξεκίνησε ως δημοσιονομική κρίση έχει καταλήξει να γίνει κοινωνική και οπωσδήποτε πολιτική κρίση. Η συνεχιζόμενη κλιμάκωσή της αποκάλυψε όλη τη παθογένεια του πολιτικού συστήματος, την ανικανότητα των πολιτικών, το κομματικό κράτος, την απαξία της δημόσιας διοίκησης και τη κατασπατάληση του δημόσιου πλούτου. Ως αποτέλεσμα της παθογένειας αυτής υποβιβάζεται το επίπεδο διαβίωσής των πολιτών, ακυρώνεται εν τοις πράγμασι το κοινωνικό κράτος, παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματα και αποσαθρώνονται κράτος και πολιτική εξουσία.
Ως λύση στα προβλήματα αυτά, προβάλλεται από πολλούς πολιτικούς κύκλους η αναγκαιότητα για μεγάλη αναθεώρηση του Συντάγματος. Το Σύνταγμα όμως με βάση τον αυστηρό χαρακτήρα του δεν είναι ένα κείμενο που μπορεί ούτε πρέπει να αλλάζει εύκολα. Η συνταγματική αναθεώρηση έχει ως σκοπό μικρές μεταβολές και από μόνη της δεν μπορεί να δώσει μία συνολική απάντηση στα σημερινά προβλήματα της Ελλάδας ούτε μπορεί να λύσει το τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Απαιτούνται πολύ περισσότερες κοινωνικές διεργασίες και πολιτικές ζυμώσεις, για να αναδειχθούν νέες ηγεσίες, να δημιουργηθούν νέες πολιτικές αντιλήψεις, νέα πολιτικά σχήματα και νέα δυναμική.
Όσον αφορά τις απόψεις που ακούγονται από πολλούς για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την αναθεώρηση του συντάγματος, αυτές δεν θεμελιώνονται συνταγματικά αφού δεν προβλέπεται τέτοια διαδικασία από το υπάρχον Σύνταγμα. Μόνο την περίοδο της δικτατορίας έγινε δημοψήφισμα για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος προβλέπεται στο άρθρο 110 παρ. 2-4. Απαιτείται η απόφαση της Βουλής για το ποιες διατάξεις θα αναθεωρηθούν, μετά ακολουθούν εκλογές και στη συνέχεια, η νέα αναθεωρητική Βουλή που αναδεικνύεται από αυτές, αποφασίζει για το περιεχόμενο των τροποποιούμενων διατάξεων. Η διαδικασία αυτή υπονοεί ότι υπάρχει συμμετοχή του λαού στην αναθεώρηση αφού ο λαός λαμβάνει υπ όψη την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος όταν ψηφίζει για την εκλογή της νέας αναθεωρητικής Βουλής. Επίσης δίνει τον κατάλληλο χρόνο στη Βουλή, στην κοινωνία και στην επιστημονική κοινότητα να αλληλεπιδράσουν ώστε να γίνει μεθοδική και ουσιαστική ζύμωση στις αντιτιθέμενες απόψεις.
Αυτό που κατά την άποψη μας καλείται να κάνει σήμερα μία αναθεώρηση στο Σύνταγμα είναι να θωρακίσει καλύτερα τη διάκριση των εξουσιών, να ενισχύσει τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, την ισότητα των πολιτών, τη διαφάνεια και τον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων.
Προτάσεις Αναθεώρησης του Συντάγματος
Οι προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος λαμβάνουν υπόψη τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος και αναφέρονται σε περιορισμένο αριθμό θεμάτων σε άρθρα που μπορούν να αναθεωρηθούν και αφορούν:
- Βελτίωση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου από τη Βουλή.
- Αυστηρότερο χαρακτήρα στη διαδικασία προσφυγής σε εκλογές για εθνικούς λόγους.
- Θεσμούς Συμμετοχικής Δημοκρατίας.
- Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
- Αξιοκρατία Ενόπλων Δυνάμεων.
- Θεσμό των πολιτικών κομμάτων.
- Βουλευτική ασυλία και νόμους περί ευθύνης υπουργών.
- Εξουσιοδοτήσεις και αρμοδιότητες της Τ.Α.
- Συνταγματική πρόβλεψη για τον προϋπολογισμό και το Δημοσιονομικό έλλειμμα.
Αναλυτικά οι κύριες Συνταγματικές αλλαγές που προτείνονται είναι:
1) Βελτίωση της διαδικασίας εκλογής του Προέδρου από τη Βουλή
Άρθρο 32 του Συντάγματος (εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας).
Η διάταξη αυτή προβλέπει τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του εν λόγω άρθρου, η εκλογή Προέδρου συνδέεται και με την προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές, εάν, και κατά την τρίτη ψηφοφορία, ο προταθείς υποψήφιος Πρόεδρος δεν συγκεντρώσει πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, οπότε η Βουλή διαλύεται μέσα σε δέκα ημέρες από την τελευταία ψηφοφορία και προκηρύσσεται εκλογή για ανάδειξη νέας Βουλής. Από τη νέα Βουλή μπορεί, να εκλεγεί Πρόεδρος από την πρώτη ψηφοφορία με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής ή τη δεύτερη ψηφοφορία με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών και με την τρίτη ψηφοφορία, εφόσον όμως πλέον συγκεντρώσει την σχετική πλειοψηφία των Βουλευτών.
Συνεπώς το αδιέξοδο επιλύεται μετά από μία μεγάλη και χρονοβόρα περιπέτεια με προσφυγή στις εκλογές και τελικά με το φτωχό αποτέλεσμα της σχετικής πλειοψηφίας. Εύλογα διερωτάται κάποιος γιατί τότε έγιναν όλα αυτά τα επιβαρυντικά για την λειτουργία του πολιτεύματος.
Πολλοί σήμερα προτείνουν την άμεση εκλογή του Προέδρου από τον λαό. Με τον τρόπο αυτό θα υπάρχει αμεσότητα στην εκλογική διαδικασία και θα αποφεύγεται ταυτόχρονα, η εκμετάλλευση της αδυναμίας εκλογής Προέδρου από τα κόμματα, για διάλυση της Βουλής και προσφυγής στις κάλπες..
Βέβαια ιστορικά κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται, αφού όλες οι διαδικασίες εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, πλην αυτής του 1990 που οδήγησε σε διάλυση της Βουλής, οδήγησαν σε εκλογή Προέδρου με 180 ψήφους από την πρώτη Βουλή. Υπήρξε όμως και περίπτωση, που διακηρύχθηκε ότι η αντιπολίτευση δεν θα συμφωνήσει στην εκλογή Προέδρου, με σκοπό να οδηγηθεί η Χώρα εκβιαστικά σε πρόωρες εκλογές. Αυτό, ασφαλώς, αντίκειται στον ουσιαστικό χαρακτήρα του Συντάγματος και στην εύρυθμη λειτουργία της Δημοκρατίας και δεν είναι θετικό για το κύρος του ίδιου του Προέδρου. Πέραν τούτου, προσβάλλει και τη λαϊκή κυριαρχία, αφού γίνεται παρελκυστική εκμετάλλευση των προβλέψεων του Συντάγματος για να ακυρωθεί η λαϊκή εντολή προς την Βουλή που έχει εκλεγεί. Επομένως, είναι απόλυτη ανάγκη, να αποσυνδεθεί η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες λόγω της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η πρότασή μας για την αναθεώρηση στο ζήτημα αυτό είναι ότι ‘’θα πρέπει να επαναληφθεί η ψηφοφορία, από την ίδια πάντοτε Βουλή, δύο φορές, μέχρι να επιτευχθεί το ποσοστό των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, και, εάν και τότε δεν επιτευχθεί αυτό, μετά από επίσημες διαβουλεύσεις μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων για τρεις ημέρες, θα ακολουθήσει και τρίτη ψηφοφορία με την ίδια αυξημένη πλειοψηφία των 3/5. Δηλαδή η εκλογική διαδικασία θα γίνεται μεταξύ των δύο προσώπων, που πλειοψήφησαν, εκλεγομένου Προέδρου εκείνου που συγκέντρωσε την αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής. Εάν δεν ευδοκιμήσει και αυτή η ψηφοφορία, τότε αποδοχή με απόλυτη πλειοψηφία της ανάληψης καθηκόντων Προέδρου από τον Πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος θα αντικατασταθεί στα καθήκοντά του στη Βουλή. Επομένως, είναι ανάγκη, να αναθεωρηθεί η διάταξη αυτή του αρθρ.32 του Συντάγματος, ώστε να λειτουργεί αποτρεπτικά η εκμετάλλευση της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας για πρόωρη προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές.
Θέση μας επίσης είναι, ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να εκλέγεται από τη Βουλή, διότι υπάρχει ο κίνδυνος με την αλλαγή και μόνο του τρόπου εκλογής του Προέδρου από έμμεση σε άμεση από το λαό, να αποκτήσει άλλη νομιμοποιητική βάση και να επιδιώξει έστω και μόνο με το λόγο του παρεμβάσεις, που να ξεφεύγουν από τις τυπικές αρμοδιότητες του. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να επηρεασθεί με καταστροφικά αποτελέσματα η ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος.
2) Αυστηρότερος χαρακτήρας στη διαδικασία προσφυγής σε εκλογές για εθνικούς λόγους.
Άρθρο 41 § 2 του Συντάγματος (Διάλυση της Βουλής).
Η διάταξη αυτή του Συντάγματος ορίζει, ότι «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης, που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Εδώ γεννάται η απορία γιατί υπάρχει αυτή η πρόβλεψη αφού με το άρθρο 44, παρ.2. δίνεται η δυνατότητα προσφυγής σε δημοψήφισμα για εθνικά θέματα και μάλιστα με την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής.
Πέραν αυτού η διάταξη αυτή παραβιάστηκε αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια. Οι εκάστοτε Πρωθυπουργοί χαρακτηρίζουν ως «εθνικά θέματα εξαιρετικής σημασίας» διάφορα σημαντικά θέματα, τα οποία όμως θα έπρεπε να τα διαχειριστούν αφού ανήκουν στη σφαίρα των ζητημάτων για την διαχείριση των οποίων τους εξέλεξε ο λαός. Θέματα που έχουν προβληθεί ως τέτοια είναι η οικονομική κατάσταση, ο προϋπολογισμός κ.λπ.
Αυτή όμως η ευκολία προσφυγής στις κάλπες από την Κυβέρνηση, αποτελεί στην ουσία κακή εφαρμογή του Συντάγματος.
Προτείνουμε, να γίνει πιο αυστηρή η πρόβλεψη του άρθρου για τη δυνατότητα προσφυγής στις κάλπες, πολύ δε περισσότερο, διότι δεν φαίνεται να δίνεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας η δυνατότητα διαφωνίας στην πρόταση της κυβέρνησης.
Συνεπώς θα πρέπει να γίνει αναδιατύπωση του άρθρου 41, παρ.2, έτσι ώστε να οριοθετείται πρώτα η ‘’εξαιρετική σημασία του εθνικού θέματος’’ με την συμφωνία των 3/5 της Βουλής. Έτσι η κυβέρνηση θα έχει την δυνατότητα να επιλέξει με ίσους όρους μεταξύ εκλογών ή δημοψηφίσματος σύμφωνα με το άρθρο 44, παρ. 2.
3) Θεσμοί Άμεσης Δημοκρατίας
Άρθρο 44 Σ, παράγραφος 2. (δημοψήφισμα).
‘’Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο.’’
Εδώ βλέπουμε μία διαφοροποίηση στις προβλέψεις του άρθρου και συγκεκριμένα, για ένα εθνικό θέμα μπορεί να γίνει δημοψήφισμα, με απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής, ενώ για να αποφασισθεί δημοψήφισμα για ένα ψηφισμένο νομοσχέδιο που αφορά σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, απαιτείται πλειοψηφία από τα τρία πέμπτα της Βουλής, δηλαδή να συμπράξουν βουλευτές και από τα κόμματα εκτός κυβέρνησης. Δηλαδή για ένα εθνικό θέμα η προσφυγή σε δημοψήφισμα είναι πιο εύκολο έναντι ενός κοινωνικού θέματος. Η διαφοροποίηση δίνει στην ουσία ευκολία διαφυγής στην κυβέρνηση από τις ευθύνες που έχει στα εθνικά ζητήματα, τα οποία καλείται να διαχειρισθεί με την μεγαλύτερη σύνεση και κοινοβουλευτική συναίνεση. Προτείνουμε να υιοθετηθεί η ίδια πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής και για τα δύο ζητήματα. Επίσης για βελτίωση της συμμετοχικής δημοκρατίας, να προβλεφθεί και η δυνατότητα να μπορεί να τεθεί θέμα δημοψηφίσματος στη Βουλή με πρωτοβουλία των πολιτών τόσο για την κατάργηση νόμου, όσο και για την ανάκληση αξιωματούχου (λ.χ. υπουργού) με την συγκέντρωση υπογραφών πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου και το άθροισμα των οποίων να αποτελεί ως βάση, το 20 % του εκλογικού σώματος. Οι κατάλληλες ρυθμίσεις θα πρέπει να προβλεφθούν με νόμο. Σημειωτέον ότι τα τοπικά δημοψηφίσματα ρυθμίζονται από το Δημοτικό Κώδικα.
4) Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης
Άρθρα 87 και 88 Σ (ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης).
Προκειμένου η Δικαιοσύνη να ασκεί ανεπηρέαστη τον θεσμικό της ρόλο θα πρέπει να ενισχυθούν οι προβλέψεις του άρθρου 87 για ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Η ηγεσία της δικαιοσύνης επιλέγεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θέση μας είναι όπως η επιλογή των κορυφαίων θέσεων της Δικαιοσύνης, των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων να γίνεται με αυξημένη πλειοψηφία 3/5 από το σύνολο των βουλευτών στη Βουλή, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
5) Αξιοκρατία Ενόπλων Δυνάμεων
Παρόμοια διαδικασία θα πρέπει να ακολουθηθεί και για την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, να αποφασίζει δηλαδή η Βουλή με πλειοψηφία 3/5 για την επιλογή των Α/ΓΕΕΘΑ, Α/ΓΕ και στην συνέχεια να διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
6) Συνταγματική ρύθμιση για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων
Άρθρο 29 Σ (Διαφάνεια Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων Βουλευτών)
Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τα της ίδρυσης, λειτουργίας και οικονομικής ενίσχυσης των πολιτικών κομμάτων της Χώρας μας. Άλλες διατάξεις του Συντάγματος, που αναφέρονται στα Κόμματα είναι τα άρθρα 37, 68, 53, 71, 73 §4, 76 §4 και 113.
Έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων από το Ελεγκτικό Συνέδριο (και όχι από επιτροπή της Βουλής όπως συμβαίνει σήμερα). Το Ελεγκτικό Συνέδριο να έχει ως αρμοδιότητά του και τον έλεγχο των οικονομικών κομμάτων, βουλευτών, μελών της κυβέρνησης, αξιωματούχων και διαχειριζομένων το δημόσιο χρήμα. Επίσης προτείνεται η πρόβλεψη ότι τα οικονομικά των κομμάτων θα πρέπει να τηρούνται με καθεστώς απόλυτης διαφάνειας η έλλειψη της οποίας θα επισύρει διακοπή της κρατικής χρηματοδότησης.
Προτείνεται να συμπληρωθεί στο άρθρ. 29 του Συντάγματος σχετική διάταξη, βάσει της οποίας τα πολιτικά Κόμματα να τηρούν επίσημα λογιστικά βιβλία, να δημοσιεύονται κάθε χρόνο στο διαδίκτυο οι ισολογισμοί τους και να γίνεται έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Στο διαδίκτυο, επίσης, πρέπει ν΄ ανακοινώνονται όλες οι χορηγίες των Κομμάτων και των υποψηφίων Βουλευτών. Εάν δεν προβλεφθούν στο Σύνταγμα θα πρέπει να υπάρξει νόμος που να ρυθμίζει όλα αυτά τα ζητήματα.
7) Αλλαγή του άρθρου για την βουλευτική ασυλία και του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Άρθρο 86 του Συντάγματος. Το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο των βουλευτών προβλέπεται στα άρθρα 61 και 62 Σ.
Στη συνείδηση του απλού πολίτη τα άρθρα αυτά εμπλέκονται πολλές φορές και το εννοιολογικό πλαίσιο του ενός προβάλλεται στο άλλο, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και εσφαλμένη αντίληψη. Πολλοί για λόγους εντυπωσιασμού και με επιφανειακή προσέγγιση, απαιτούν την κατάργηση τους, συγχέοντας κάποιοι εξ αυτών τις έννοιες των άρθρων.
Η μεγάλη συζήτηση που γίνεται σήμερα, είναι για την αλλαγή του άρθρου 86 Σ για την ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης ή των υφυπουργών, για ατιμωτικά αδικήματα που τελέσθηκαν κατά την διάρκεια των καθηκόντων τους. Σε ότι αφορά το ανεύθυνο και το ακαταδίωκτο βουλευτών (άρθρα 61,62Σ), η συζήτηση επικεντρώνεται, στο να περιορισθεί η ασυλία αποκλειστικά στα όρια της άσκησης των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων. Ειδικότερα:
Σε ότι αφορά τα άρθρα 61Σ και 62Σ, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Το ανεύθυνο του άρθρου 61Σ, αναφέρεται σε λόγους, πράξεις ή παραλείψεις, που βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση προς το βουλευτικό λειτούργημα. Το ακαταδίωκτο του άρθρου 62Σ, αναφέρεται σε οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη του βουλευτή, που δεν σχετίζεται με το λειτούργημά του. Άλλη διαφορά είναι ότι το ανεύθυνο δεν έχει χρονικό περιορισμό, ενώ το ακαταδίωκτο ισχύει μόνο όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος. Επιπλέον, το ανεύθυνο αποτελεί απόλυτη προστασία των βουλευτών, με μόνη εξαίρεση τη συκοφαντική δυσφήμηση. Το ανεύθυνο του άρθρου 61Σ δεν μπορεί να αρθεί ούτε με άδεια της Βουλής. Το ακαταδίωκτο του άρθρου 62Σ δεν είναι απόλυτο, μπορεί να αρθεί αν η Βουλή επιτρέψει την ποινική δίωξη. Το ακαταδίωκτο δεν επεκτείνεται στα επ’ αυτοφώρω κακουργήματα αλλά μόνο στα λοιπά αυτόφωρα εγκλήματα (πταίσματα και πλημμελήματα). Εάν ο βουλευτής συλληφθεί απ’ αυτοφώρω ενώ διαπράττει κακούργημα, συλλαμβάνεται ελεύθερα από τα αρμόδια όργανα και δεν χρειάζεται να ειδοποιηθεί η Βουλή για την σύλληψη.
Η πρότασή μας είναι να επεκταθεί το αυτόφωρο που προβλέπεται στο άρθρο 62 Σ, για όλα τα ποινικά αδικήματα που φέρονται να έχουν διαπράξει οι βουλευτές .
Σημαντικό είναι, ότι το ακαταδίωκτο του βουλευτή δεν αποκλείει τη διεξαγωγή των απαραίτητων ανακριτικών πράξεων, για τη συγκέντρωση του σχετικού αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης. Οι ανακριτικές αυτές πράξεις θα πρέπει να γίνονται στο μέτρο που αυτές δεν θίγουν δημόσια το πρόσωπο του βουλευτή.Γίνεται έτσι δεκτό, ότι μπορεί να διαταχθεί η εξέταση μαρτύρωνή η διενέργεια αυτοψίας. Επιπλέον, δεν παρακωλύεται η σύλληψη ή φυλάκιση των συμμέτοχων (μη βουλευτών), στο ποινικό αδίκημα, ούτε χρειάζεται άδεια της Βουλής για την προώθηση της ποινικής διαδικασίας. Επίσης, είναι δυνατή η εξέταση του βουλευτή ως μάρτυρα για άλλη υπόθεση, αποκλειόμενης, βέβαια, της βίαιης προσαγωγής του.
Η πράξη όμως έχει δείξει ότι η βουλευτική ασυλία για τους λόγους αυτούς δεν αίρεται συχνά, αφού έχουν απορριφθεί στο μεγαλύτερό ποσοστό τους οι αιτήσεις για άρση της βουλευτικής ασυλίας. Από το 1974 έως σήμερα υποβλήθηκαν στη Βουλή περίπου 700 αιτήσεις για την άρση της ασυλίας βουλευτών, από τις οποίες μόνο τρεις μόνο έγιναν δεκτές. Σε ολόκληρη την μεταπολεμική περίοδο, η Βουλή συναίνεσε σε 10 μόνο περιπτώσεις για άρση της ασυλίας βουλευτών.
Κατά συνέπεια, για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες αντικειμενικές συνθήκες για απονομή δικαιοσύνης, προτείνεται να προβλεφθεί διαδικασία, όπως πριν η Βουλή αποφασίσει αν θα δώσει ή όχι την άδεια για άρση της ασυλίας, να έχει εκτελεσθεί το προανακριτικό έργο από ειδικό εισαγγελέα ανακριτή. Ο ανακριτής αυτός θα υποβάλει την προανακριτική του έκθεση για παραπομπή ή όχι στη Βουλή. Η Βουλή στη συνέχεια θα αποφασίζει για την άρση ή όχι της ασυλίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 62 εντός τριών μηνών. Επίσης, θα πρέπει να διαγραφεί η πρόβλεψη του άρθρου, ότι ‘’ …θα θεωρείται ότι δεν δόθηκε άδεια αν η Βουλή δεν αποφανθεί σε τρεις μήνες από τότε που διαβιβάσθηκε η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη’’. Με τον τρόπο αυτό και αναγνωρίζεται η ισονομία των ελλήνων πολιτών έναντι της δικαιοσύνης και στην ουσία προστατεύεται η λειτουργία και το κύρος του Κοινοβουλίου.
Σε ότι αφορά το άρθρο 86 Σ, εάν λάβουμε υπ΄ όψη τα Συντάγματα στην Ελλάδα έως σήμερα, αλλά και τα Συντάγματα άλλων χωρών του δυτικού κόσμου, θα βρούμε αντίστοιχες διατάξεις που αφορούν την ευθύνη των υπουργών κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους. Μερικά συντάγματα χωρών μάλιστα δίνουν αυξημένες αρμοδιότητες στη Βουλή.
Είναι γεγονός ότι αφού οι μέχρι τώρα ρυθμίσεις δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, πέραν του νόμου περί ευθύνης Υπουργών θα πρέπει να αναθεωρηθεί το άρθρο 86. Το ζήτημα είναι εάν θα πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων ή να βελτιωθούν μόνο οι προβλεπόμενες νομικές διαδικασίες.
Τα κρίσιμα ζητήματα του άρθρου 86, είναι:
- η προκαταρτική εξέταση για την ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης ή Υφυπουργών έναντι του νόμου για αδικήματα που τελέσθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ,
- η απόφαση για άσκηση δίωξης από τη βουλή,
- η διαδικασία παραγραφής και
- η εκδίκαση της υπόθεσης με την ανάθεση και τη λειτουργία των αρμόδιων οργάνων. Επίσης ένα από τα ζητήματα είναι και η ευθύνη και συμπαραπομπή των συμμέτοχων (που δεν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί).
Τα ζητήματα αυτά πέραν του άρθρου 86, τα διαχειρίζεται ο ισχύον νόμος περί ευθύνης Υπουργών, ο οποίος προβλέπει παραγραφές (σύντομες κατά γενική ομολογία) ή εξάλειψη του αξιόποινου από ένα χρονικό διάστημα και μετά. Ο ισχύων νόμος προβλέπει πενταετή παραγραφή ακόμη και για κακουργήματα. Με το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στη Βουλή, η παραγραφή για αδικήματα υπουργών είναι η ίδια με την παραγραφή που ισχύει για όλους τους πολίτες. Η ρύθμιση όμως δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα, καθώς η ειδική αποσβεστική προθεσμία, που καθιερώνει το άρθρο 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών, εντός της οποίας η Βουλή έχει τη δυνατότητα να ασκεί ποινική δίωξη κατά υπουργού ή υφυπουργού, παραμένει. Κατά την άποψή μας στο άρθρο 86, παρ.3, αυτή η προθεσμία θα πρέπει να επεκταθεί ώστε … ‘’ Η βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητα της μέχρι το πέρας της τρίτης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος….’’.
Άποψή μας είναι ότι σε συνδυασμό με το κατάλληλο νομικό πλαίσιο, μπορούν να δημιουργηθούν οι εγγυήσεις για μία σύννομη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του ζητήματος. Ως αρχή, θα πρέπει να εξισορροπηθούν οι προδικαστικές αρμοδιότητες της Βουλής στην προκαταρτική εξέταση της υπόθεσης, με αντίστοιχη αύξηση των αρμοδιοτήτων του Δικαστικού συμβουλίου που θα διαχειριστεί την υπόθεση. Η διαδικασία που ακολουθείται σήμερα είναι, να συγκροτεί η Βουλή Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρτικής εξέτασης, μετά από απόφασή της με απόλυτη πλειοψηφία. Η εποπτεία της ποινικής προδικασίας της συγκεκριμένης υπόθεσης, ανατίθεται σε πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο, μετά νέα απόφαση της Βουλής για άσκηση δίωξης, πάλι με απόλυτη πλειοψηφία. Το πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο, αναθέτει με κλήρωση την εισαγγελική αρμοδιότητα σε μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου. Θα πρέπει, στην αναθεώρηση του Συντάγματος και για την υποβοήθηση της Βουλής, να προβλεφθεί η ενεργοποίηση της αρμοδιότητας του πενταμελούς Δικαστικού Συμβουλίου, παράλληλα και από την αρχή της προκαταρτικής εξέτασης που κάνει η Εξεταστική Επιτροπή. Με την ρύθμιση αυτή η αρμοδιότητα της Βουλής θα εξαντλείται στην διαπίστωση του χαρακτήρα της υπόθεσης από την Εξεταστική Επιτροπή και στη συνέχεια, με βάση το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, η Βουλή να καλείται να άρει την ασυλία. Σε ότι αφορά του συμμέτοχους, υπάρχει η δικαιοδοσία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, των οποίων η αρμοδιότητα δεν πρέπει να θίγεται από την απόφαση της Βουλής για παραπομπή ή όχι των μελών της κυβέρνησης ή Υφυπουργών.
Αυτές οι ρυθμίσεις που προτείνονται εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να αποτρέψουν κάθε επιχειρούμενη προσπάθεια επιτηδευμένης παραγραφής, να βελτιώσουν την νομική διαδικασία άρσης της ασυλίας και τελικά της απονομής δικαιοσύνης.
8) Εξουσιοδοτήσεις και αρμοδιότητες της Τ.Α.
Άρθρα 43 και 102 του Συντάγματος.
Τα άρθρα 43 και 102, αναφέρονται στις εξουσιοδοτήσεις για έκδοση κανονιστικών πράξεων που απαιτούνται στα όργανα διοίκησης, για να φέρουν εις πέρας τα έργα που τους έχουν ανατεθεί και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, για τους οποίους το κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση με τις νέες ρυθμίσεις, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο, για πολλά ζητήματα, όπως οι πολεοδομικές ρυθμίσεις, ζητήματα απασχόλησης και ανεργίας, παιδείας, κοινωνικά, πρόνοιας, κλπ. Στο άρθρο 43 και στο άρθρο 102, θα πρέπει να προβλεφθούν με σαφήνεια οι κανονιστικές πράξεις με τις οποίες πρέπει να εξουσιοδοτούνται περαιτέρω τα όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας, προκειμένου να μπορέσουν να ανταποκριθούν στα νέα τους έργα, να αποκτήσει υπόσταση το σχέδιο Καλλικράτης και να γίνουν αποτελεσματικοί οι θεσμοί της Τοπικής αυτοδιοίκησης.
9) Δημοσιονομικός Έλεγχος και Προϋπολογισμός
Να υπάρξει Συνταγματική πρόβλεψη (υπάρχει και στο Σύμφωνο Σταθερότητας), που να απαγορεύει στη Βουλή να εξετάζει προϋπολογισμούς που είναι ελλειμματικοί, σε συνδυασμό με την Συνταγματική κατοχύρωση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας ως ανεξάρτητης αρχής. Επίσης να προβλεφθεί και η θεσμοθέτηση για την τήρηση κανόνων αυστηρής Δημοσιονομικής πειθαρχίας σε όλα τα επίπεδα της Δημόσιας Διοίκησης.
You must be logged in to post a comment.